εἴδιον

εἴδιον
εἴδιον· νενοτισμένον, ὑγρόν, Hsch. (Perh. for ἰδῖον, cf. ἰδίω.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θνησείδιον — θνησείδιον, τὸ (Α) (για ζώο) νεκρό σώμα, πτώμα ζώου, ψοφίμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θνη τού θνῄσκω* + υποκορ. κατάλ. είδιον (πρβλ. αμφορ είδιον, βασιλ είδιον, γραφ είδιον)] …   Dictionary of Greek

  • αλυσίδι — το (AM ἁλυσίδιον και είδιον) μικρή αλυσίδα, αλυσιδάκι ή απλώς αλυσίδα νεοελλ. 1. αλυσοειδές κόσμημα του λαιμού, περιδέραιο 2. λυσίδι, μικρή ποσότητα νήματος, μέρος τής «κούκλας», τσικλί, ματσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁλυσίδιν < μτγν. ἁλυσίδιον,… …   Dictionary of Greek

  • αλυσίδιον — ἁλυσίδιον και είδιον (Α) βλ. αλυσίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. ἅλυσις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”